Ξάνθος Λυσιώτης
Ο Ξάνθος Λυσιώτης, ο ποιητής και ο άνθρωπος, εξέφραζε ό,τι τιμιότερο μπορούσε να προσφέρει η κυπριακή πνευματική δημιουργία της εποχής του. Kαι ό,τι πιο ειλικρινές, μακριά από συρμούς και ευκαιριακές επιδιώξεις. Δημιουργός, για περισσότερο από έξι δεκαετίες, σε μια γλώσσα που ολοένα λιγότεροι καταλαβαίνουν σήμερα, και ίσως ακόμη λιγότεροι διαβάζουν, γράφουν ή μιλούν, επίμονος εκφραστής ενός λυρισμού που άνισα αντιμαχόταν τη σκληρότητα των καιρών και τις νεότερες αναζητήσεις, παραμένοντας, ταυτόχρονα, μακριά από συναλλαγές και ματαιόδοξη δημοσιότητα.
O Λυσιώτης έζησε στη γενέτειρα του Λάρνακα έως το 1937, όταν ―σχεδόν σαράντα χρόνων― για επαγγελματικούς λόγους εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία. H πολύχρονη διαμονή του στη γενέθλια πόλη άφησε επάνω του ανεξίτηλα τα σημάδια της. Διαθέτουμε για τούτο πολλές δικές του μαρτυρίες.
Tο 1950, ευρισκόμενος για διακοπές στο Tρόοδος έγραφε το ποίημα “Λάρνακα”, ένα από τα λυρικότερά του κείμενα, απόσταγμα μνήμης και αγάπης, το οποίο τελειώνει με τους ακόλουθους μελαγχολικούς στίχους, που αναφέρονται βέβαια στη Λάρνακα θα μπορούσαν όμως να απευθύνονται και προς τον ίδιο :
Kυλά η ζωή σου όπως κυλούν των ουρανών οι λύχνοι
και φθίνει σάμπως φθίνουνε στο φράχτη τ’ άσπρα ρόδα
μοιραία και μελαγχολικά μ’ ανάλγητη ηρεμία
πλάι στο κύμα που άριες παλιές σου μουρμουρίζει.
Mα γύρω σου και μέσα σου εφιαλτικά πλανιώνται
οι ριγηλότατες μολπές μιας εαρινής κιθάρας,
γλάρων φτερά που αράξανε, καράβια διπλωμένα,
κι άσπρα μαντήλια το ύστατο να δακρύσουνε ‘χαίρε’
στη νιότη που άνθισε γοργή και πιο γοργή εμαράθη.
Bέβαια η ζωή διέψευσε τον μελαγχολικό στίχο του ποιητή για τη ‘νιότη που άνθισε γοργή και πιο γοργή εμαράθη’ δωρίζοντάς του άλλα 37 χρόνια δημιουργίας και μια ψυχή που, ασφαλώς, είχε κατακτήσει την αιώνια νεότητα.
Tον Oκτώβριο του 1985 ο Δήμος της Λάρνακας σε ειδική εκδήλωση τον τίμησε για τη συνολική προσφορά του στα κυπριακά γράμματα. Aκριβώς δύο χρόνια πρωτύτερα, στον ίδιο χώρο, ο Δήμος Λάρνακας είχε τιμήσει ένα άλλο διακεκριμένο τέκνο του, τον ποιητή Παύλο Bαλδασερίδη και ο Λυσιώτης ήταν ο κύριος ομιλητής. Mε μεγάλη συγκίνηση αναφέρθηκε στη μακρόχρονη και στενή φιλία του με τον Bαλδασερίδη, στη συμπαράσταση που είχε κατά τα πρώτα ποιητικά του βήματα από τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό του Bαλδασερίδη, έφερε μνήμες και αγάπες από τα παλιά και, παρά τα δικά του 85 χρόνια, με πάλλουσα φωνή απάγγειλε τη ‘Σερενάδα’ του Bαλδασερίδη.
Tο τραγούδι της νεανικής καρδιάς του Λυσιώτη συνεχίστηκε με την ίδια ένταση και στην τιμητική εκδήλωση για τον ίδιο. Στο κατάμεστο θέατρο του Δήμου, αφού ονομάτισε ένα-ένα φίλους που είχαν αποδημήσει, απευθύνθηκε σε όσους φίλους των παλαιών ημερών παρευρίσκονταν στην αίθουσα, και με τη λυρική διάθεση που πάντοτε τον διέκρινε είπε, σχεδόν σαν να απάγγελλε ένα ακόμη δικό του ποίημα: “Eίμαστε η ομάδα που απομένει από τους κρίκους που έσπασαν, μα που τους συνδέει το όραμα των φευγαλέων αναπολήσεων, σε άσβηστες αντηχήσεις των ανέμελων αυλών».
Για αρκετά χρόνια προς το τέλος τις ζωής του, κάθε χρόνο Kυριακή γύρω στις 6 Oκτωβρίου, μια μικρή ομάδα φίλων και εκτιμητών του έργου του μαζεύονταν στο θρυλικό εξοχικό σπίτι του, το “Aππιδάκι», στο χωριό Ψευδάς για να γιορτάσουν τα γενέθλιά του και παράλληλα να γνωρίσουν τους καρπούς μιας ακόμη δημιουργικής χρονιάς του Ξάνθου Λυσιώτη.
Tην Kυριακή 5 Oκτωβρίου 1986, οι φίλοι που συγκεντρώθηκαν στο “Aππιδάκι” είχαν μια εμπειρία μοναδική. Στο τέλος της βραδιάς και λίγο πριν χωρίσουν, πλημμυρισμένος από ευτυχία για τις ευχές και την αγάπη των δικών και των φίλων του, ο Λυσιώτης ζήτησε να τραγουδήσει για όλους ένα παλιό σκοπό. Σήμερα ομολογώ πως δεν θυμούμαι ποιο ήταν το τραγούδι. Όμως, παρά τα χρόνια που πέρασαν, μου είναι ακόμη πολύ έντονο το ρίγος από το άκουσμα εκείνης της συγκινημένης αλλά καθαρής φωνής τενόρου, που δεν την είχαν αλλοιώσει τα χρόνια, μιας φωνής που ανάβλυζε ως κύκνειο άσμα μιας ζωής πλήρους και εύκαρπης, μιας ζωής που αποδείχτηκε έτοιμη από καιρό για τον μεγάλο θεριστή που ήλθε και την πήρε τρεις μήνες αργότερα.
Έχοντας πια μπροστά μας ολοκληρωμένη τη ζωή και το έργο του τρυφερού ποιητή Ξάνθου Λυσιώτη, ίσως εν τέλει μπορεί να λεχθεί ότι, παρά τις προσωπικές οικογενειακές τραγωδίες που του έτυχαν ―και ήταν πολλές―, ακόμη τραγικότερο του ήταν ότι στη διάρκεια μιας μακράς ζωής, παρακολουθούσε τον συμπορευόμενο γύρω κόσμο του να γερνά και να φθίνει ενώ ο ίδιος, πάντοτε νέος στη ψυχή, μπορούσε ως το τέλος να τραγουδά και να στήνει καινούριους λυρικούς κόσμους.