Θεοδόσης Νικολάου (1930-2004)

Μικρό αφιέρωμα μνήμης και τιμής για τον ποιητή Θεοδόση Νικολάου στα πέντε χρόνια από το θάνατό του (8 Φεβρουαρίου 2004).

nicolaouthphoto

nicolaouthbiogrΑυτόγραφο σημείωμα (1981)

[Συμπλήρωμα εργογραφίας : Η Πνευματική Φυσιογνωμία της Αμμοχώστου (1983)· Εικόνες , ποιήματα (1988)· Το Σπίτι, ποίημα (2002)]

Χειρόγραφα ποιημάτων  του

nicolaouthzesti2nicolaouthzesti11nicolaouthmnimi

nicolaouthsavvΕπίσκεψη (με τον Γιώργο Π. Σαββίδη) στο σπίτι του λαϊκού γλύπτη Κώστα Αργυρού, στο χωριό Μαζωτος (1985)

kyklos1Χειρογράφηση εξωφύλλου περιοδικού Ο Κύκλος (το πλαίσιο του «καθρεφτη» σχεδιάστηκε από τον Νίκο Νικολάου) 

nicolaouthkalvosΑνδρέας Κάλβος και Κύπρος

Published in: on 7 Φεβρουαρίου, 2009 at 8:38 μμ  Σχολιάστε  

Ψηφίδες [xiii]

Σημειολογικά παρεπόμενα

Στο προηγούμενο σημείωμα γινόταν αναφορά σε αφιέρωση του Κώστα Μόντη που υποδήλωνε προηγηθείσα διαφωνία του με τον γράφοντα. Όμως περιστατικά παρόμοιων αφιερώσεων με σημειολογική σημασία δεν είναι σπάνια, έστω κι αν πολλές φορές δεν αποκαλύπτονται επειδή έμειναν ασχολίαστα από τους παραλήπτες τους ή δεν διευκρινίστηκαν από γεγονότα στις σχέσεις μεταξύ αποστολέα και παραλήπτη. Πιο κάτω αναφέρω δύο:

     Πριν από αρκετά χρόνια έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο του Γλαύκου Aλιθέρση, Tο πρόβλημα του Kαβάφη (Aλεξάντρεια: Έκδοση Σπύρου N. Γρίβα, Aλεξάντρεια 1934), με την ακόλουθη αφιέρωση του συγγραφέα: “Στο φίλο A. Kατράρο, με τη θερμή παράκληση να μαρτυρήση κάτι για τον Kαβάφη TYΠO, που γνώρισε τόσο καλά. M’ εχτίμηση Γλ. Aλιθέρσης”. Αποδέκτης του αντικαβαφικού μελετήματος ήταν ο Aτανάζιο Kατράρο, φίλος του Kαβάφη (βλ. και Aτανάζιο Kατράρο, O φίλος μου ο Kαβάφης, μετάφρ. Aριστέα Pάλλη, Aθήνα: Ίκαρος, 1970) και το βιβλίο έφθανε στα χέρια του Κατράρο σε περίοδο κορύφωσης της ψυχρότητας στις σχέσεις μεταξύ Αλιθέρση και Καβάφη.

     Το βιβλίο άρχιζε με το ακόλουθο κείμενο: “H καθαρή αξία της προσωπικότητας του Kαβάφη, νομίζω δε βρίσκεται τόσο στην ποίησή του, όσο στις ‘φήμες’ που ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός κατόρθωσε να δημιουργήση. O Kαβάφης δημιούργησε φήμες για τη ζωή του και φήμες για την τέχνη του…” Για τον Kατράρο όλα αυτά ήταν, προφανώς, πολύ ενοχλητικά. Mε μαύρο μελάνι υπογράμμισε τη λέξη ηθοποιός και τη φράση δημιούργησε φήμες για τη ζωή του και φήμες για την τέχνη του και εγκατέλειψε την ανάγνωση, αφήνοντας άκοπο το υπόλοιπο βιβλίο. Ήταν κάποιο είδος κριτικής στάσης για τις απόψεις του Αλιθέρση έναντι του φίλου του.

     Τον Ιούλιο του 1983, σε “Αφιέρωμα στην κυπριακή λογοτεχνία” του περιοδικού Αντί, είχα δημοσιεύσει εκτενές “Σχεδίασμα χρονολογίου της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας (1878-1982)” ―κάτι που έως τότε για πρώτη φορά γινόταν― και ανάμεσα σε αρκετές εκατοντάδες εγγραφές, στις εκδόσεις για το 1959 περιλαμβανόταν και η ποιητική συλλογή του Κύπρου Χρυσάνθη, Πάθος για ένα λεύτερο ουρανό. Λίγες μέρες πιο ύστερα λάβαινα από τον συγγραφέα το βιβλίο του Επιλογή κριτικών (Ποίηση), που μόλις είχε κυκλοφορήσει, με την “επιθετική” αφιερωματική υπόδειξη (αφού προηγουμένως, με εμφανή νευρικότητα, διέγραψε αφιέρωση προς άλλο αποδέκτη): “Σου το αποστέλλω κε Σταυρίδη, ίσως πληροφορηθείς πως το πρώτο μου βιβλίο δεν βγήκε το 1959 όπως γράφεις στο Αντί. Προηγήθηκαν άλλα οκτώ βιβλία. Κ. Χρυσάνθης, 1983”. Από τα συμφραζόμενα του δημοσίευματός μου, θα μπορούσε, ίσως, κάποιος να συμπεράνει ότι το βιβλίο του αποτελούσε πρώτη παρουσία του ποιητή στα κυπριακά γράμματα, όμως αυτό δεν ήταν στις προθέσεις μου κι ούτε υπέκρυβε σκοπιμότητα παραγνώρισης του προηγούμενου έργου του ή άγνοια. Ήταν μονάχα θέμα προσωπικής εκτίμησης της σημασίας εκείνου ακριβώς του βιβλίου για τη συγκεκριμένη χρονιά. Με τον Κύπρο Χρυσάνθη μας συνέδεε πάντοτε εγκάρδια και πολύ φιλική σχέση ―και πριν και έως το τέλος της ζωής του.    

Published in: on 1 Φεβρουαρίου, 2009 at 12:44 μμ  Σχολιάστε  

Ψηφίδες [xii]

Κώστας Μόντης

Τον Σεπτέμβριο του 1957 δύο ποιήματά μου δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Τάιμς οφ Σάιπρους. Ήταν τα πρώτα που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας σε κυπριακό περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας. (Μία παλαιότερη προσπάθειά μου, στα Κυπριακά Γράμματα, είχε μείνει ανολοκλήρωτη: η πρόθεση δημοσίευσής τους βρίσκεται καταγραμμένη στη στήλη αλληλογραφίας του τελευταίου τεύχους του περιοδικού, πριν από την οριστική αναστολή της έκδοσής του). Στο ίδιο τεύχος του Τάιμς οφ Σάιπρους, στη στήλη αλληλογραφίας, δημοσιευόταν σύντομο σημείωμα του Κώστα Μόντη, επιμελητή της φιλολογικής στήλης, επαινετικό για τα νεανικά εκείνα ποιήματα και πρόσκληση να τον επισκεφθώ όταν θα βρισκόμουν στην Κύπρο (σπούδαζα τότε στο εξωτερικό). Η τιμή που γινόταν σε ένα πρωτοεμφανιζόμενο “συγγραφέα” από τον σεβαστό ποιητή ήταν πολύ μεγάλη. Τον συνάντησα στο γραφείο του, κάπου στην αρχή της οδού Λήδρας ―αν θυμάμαι καλά, και εντυπωσιάστικα από τη φιλική προσέγγισή του, που ήταν χωρίς καμιά διάθεση προσωπικής προβολής ή πατροναρίσματος. Όπως αργότερα διαπίστωσα η δική μου εμπειρία δεν ήταν η μοναδική. Ο Κώστας Μόντης συχνά στήριζε νέους δημιουργούς και δεν είναι λίγοι σήμερα που του οφείλουν πολλά για τη συμπαράσταση που τους πρόσφερε στα πρώτα βήματά τους.

     Στα χρόνια που ακολούθησαν είχαμε πολλές ευκαιρίες συναντήσεων, μερικές φορές και με τη συμμετοχή του Ανδρέα Χριστοφίδη, κοινού μας φίλου. Μοναδική περίπτωση κάποιας ―παροδικής― ψυχρότητας στις σχέσεις μας υπήρξε ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια εκπομπής στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), το 1980.

     Το ραδιοφωνικό τμήμα του ΡΙΚ παρουσίαζε τότε σειρά εκπομπών με τίτλο “Με τους δημιουργούς μας”: μια μικρή ομάδα δημιουργών ή ασχολουμένων με θέματα λογοτεχνίας, διαφορετική κάθε φορά, συνομιλούσε για το έργο ενός συγγραφέα, στην παρουσία του ιδίου, ο οποίος διάβαζε και δείγματα από το έργο του ή απαντούσε σε ερωτήματα. Η συγκρότηση της ομάδας γινόταν πάντοτε σε συνεργασία με τον τιμώμενο και το πρόγραμμα ήταν ηχογραφημένο.

     Στην εκπομπή για τον Κώστα Μόντη, εκτός από τον ίδιο, λάβαιναν μέρος ο Άνθος Λυκαύγης και ο Θεοκλής Κουγιάλης ―αν θυμάμαι σωστά, και ο γράφων. Παραγωγός της εκπομπής ήταν ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, λειτουργός στο ΡΙΚ.

     Ξεκινήσαμε και οι τρεις με γενικές τοποθετήσεις για το ποιητικό του έργο και προχωρήσαμε σε παρουσίαση διαφόρων πτυχών του. Η γενική ατμόσφαιρα ήταν αψεγάδιαστα θετική και χωρίς οποιαδήποτε υποψία κριτικής διάθεσης, τόσο που ύστερα από λίγη ώρα άρχισε να βαραίνει και κάποιες απόψεις να επαναλαμβάνονται. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η “κοιλιά” αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε γενικευμένη ατονία της συνομιλίας. Βλέποντας τον κίνδυνο σκεφτηκα πως έπρεπε να ανανεωθεί το ενδιαφέρον, ίσως με μια ήπια κριτική νύξη.

     Όταν ήλθε η σειρά μου, άρχισα με αναφορά στα ιδιωματικά ποιήματα του Μόντη ―στην πλειονότητά τους αισιόδοξα, σε αντίθεση με το υπόλοιπο έργο του― εκφράζοντας την ιδιαίτερη αγάπη μου γι’ αυτά και προχώρησα να υπογραμμίσω τη μεγάλη εκτίμησή μου στις Στιγμές του ως καθοριστική ενότητα στην ποίησή του. Έκλεισα με το “ρητορικό” ερώτημα αν, παρά τη μεγάλη σημασία τους στο έργο του και την επίδρασή τους στη νεοελληνική ποίηση, τελικώς, ως ποιητικό είδος, εγκλώβισαν τον δημιουργό.

     Η άποψη εκφράστηκε νηφάλια και καλοπροαίρετα, με στόχο πάντοτε να αναζωογονηθεί η συνομιλία και δεν περίμενα ότι τούτο θα ενοχλούσε τον ποιητή. Αντέδρασε έντονα, αμφισβητώντας τις καλές προθέσεις των λόγων μου, και η ηχογράφηση προς στιγμήν διακόπηκε. Όταν ησύχασαν τα πνεύματα η εγγραφή ξανάρχισε και συνεχίστηκε έως το τέλος χωρίς πρόβληματα. Μετά την ολοκλήρωση της εκπομής ήλθε στο θάλαμο ο παραγωγός, λέγοντας “Πήγαμε πολύ καλά. Ξεπεράστηκε λίγο το χρονικό όριο, όμως θα το αντιμετωπίσουμε”. Ο Κώστας Μόντης πρόσθεσε: “Τότε να αφαιρέσετε αυτά που είπε ο κύριος Σταυρίδης”. Ο Χαραλαμπίδης χαμογέλασε χωρίς να πει τίποτε. Σήμερα, ύστερα από σχεδόν τριάντα χρόνια, δεν θυμάμαι πώς αντιμετωπίστηκε το “επίμαχο” τμήμα της εκπομπής, έχω όμως την εντύπωση ότι μεταδόθηκε, χωρίς ενδείξεις της αναστάτωσης που είχε προκαλέσει. Ως παρεπόμενο, λίγες μέρες αργότερα έλαβα ταχυδρομικώς από τον ποιητή τη συλλογή του Κύπρια Ειδώλια, που μόλις είχε κυκλοφορήσει, με την ακόλουθη αφιέρωση: Στο Φοίβο Σταυρίδη που φοβήθηκε τηνν επίδραση των “Στιγμών”! Κώστας Μόντης 26.10.1980.

        Ύστερα από κάποιες εβδομάδες πήρα από τον Γιώργο Κεχαγιόγλου, από τη Θεσσαλονίκη, φωτοτυπία πρόσφατης μελέτης του ούγγρου νεοελληνιστή Szabo Kalman διήγημα του Κώστα Μόντη. Κρίνοντας ότι ο Μόντης δεν το γνώριζε, του το έστειλα· αυτό ήταν αρκετό να διαλύσει όποια νέφη είχαν μαζευτεί παλαιότερα. 

Published in: on 28 Ιανουαρίου, 2009 at 6:06 μμ  Σχολιάστε  

Παντελής Μηχανικός (1926-1979)

michanikos

Συμπληρώνονται σήμερα τριάντα χρόνια από το θάνατο του ποιητή Παντελή Μηχανικού. Σωμα και αίμα του οι τρεις λιγοσέλιδες συλλογές του ―Παρεκκλίσεις (1957), Τα δυο βουνά (1963), Κατάθεση (1975)― που άφησε κληρονομιά στην ελληνική ποίηση· κάθε μια σφράγισε ένα σταθμό της νεότερης κυπριακής ιστορίας.

Ξεχασμένος από την πολιτεία και από πολλούς, όμως πάντοτε επίκαιρος.


Δύο ποιήματά του (από την Κατάθεση) όσο για να θυμόμαστε :

            Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό

     Και ποιός ήτανε τόσο λεβέντης

     όπως τον Ριμαχό

     που έσκυψε και φίλησε το χώμα

     απ’ όπου διάβηκε η αγαπημένη του

     κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη

     κ’ οι άλλοι τον είπανε βλάκα

     κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα

     ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.

 

     Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά.

     Γεμάτα χαρά.

 

     Ποιός ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό.

     Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν

     για να υπερασπίσει το χώμα

     απ’ όπου διάβηκε η αγάπη του.

 

     Ποιός είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό

     ποιός έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό

     να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.

 

               Ονήσιλος

     Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος

     βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο

     ολοζώντανος.

 

     Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός

     κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:

     ένα καύκαλο

     ―το δικό του κρανίο―

     γεμάτο μέλισσες.

 

     Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος

     να μας κεντρίσουν

     να μας ξυπνήσουν

     να μας φέρουν ένα μήνυμα.

 

     Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος

     κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα

     χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

 

     Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων

     έφτασε στη Σαλαμίνα

     φρύαξε ο Ονήσιλος.

     Άλλο δεν άντεξε.

     Άρπαξε το καύκαλό του

     και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

 

     Κ’ έγυρα νεκρός.

     Άδοξος, άθλιος,

     καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.

Published in: on 20 Ιανουαρίου, 2009 at 10:09 πμ  Comments (1)  

Ψηφίδες [xi]

Ξάνθος Λυσιώτης

Ο Ξάνθος Λυσιώτης, ο ποιητής και ο άνθρωπος, εξέφραζε ό,τι τιμιότερο μπορούσε να προσφέρει η κυπριακή πνευματική δημιουργία της εποχής του. Kαι ό,τι πιο ειλικρινές, μακριά από συρμούς και ευκαιριακές επιδιώξεις. Δημιουργός, για περισσότερο από έξι δεκαετίες, σε μια γλώσσα που ολοένα λιγότεροι καταλαβαίνουν σήμερα, και ίσως ακόμη λιγότεροι διαβάζουν, γράφουν ή μιλούν, επίμονος εκφραστής ενός λυρισμού που άνισα αντιμαχόταν τη σκληρότητα των καιρών και τις νεότερες αναζητήσεις, παραμένοντας, ταυτόχρονα, μακριά από συναλλαγές και ματαιόδοξη δημοσιότητα.

     O Λυσιώτης έζησε στη γενέτειρα του Λάρνακα έως το 1937, όταν ―σχεδόν σαράντα χρόνων― για επαγγελματικούς λόγους εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία. H πολύχρονη διαμονή του στη γενέθλια πόλη άφησε επάνω του ανεξίτηλα τα σημάδια της. Διαθέτουμε για τούτο πολλές δικές του μαρτυρίες.

     Tο 1950, ευρισκόμενος για διακοπές στο Tρόοδος έγραφε το ποίημα “Λάρνακα”, ένα από τα λυρικότερά του κείμενα, απόσταγμα μνήμης και αγάπης, το οποίο τελειώνει με τους ακόλουθους μελαγχολικούς στίχους, που αναφέρονται βέβαια στη Λάρνακα θα μπορούσαν όμως να απευθύνονται και προς τον ίδιο  :

     Kυλά η ζωή σου όπως κυλούν των ουρανών οι λύχνοι

     και φθίνει σάμπως φθίνουνε στο φράχτη τ’ άσπρα ρόδα

     μοιραία και μελαγχολικά μ’ ανάλγητη ηρεμία

      πλάι στο κύμα που άριες παλιές σου μουρμουρίζει.

     Mα γύρω σου και μέσα σου εφιαλτικά πλανιώνται

     οι ριγηλότατες μολπές μιας εαρινής κιθάρας,

     γλάρων φτερά που αράξανε, καράβια διπλωμένα,

     κι άσπρα μαντήλια το ύστατο να δακρύσουνε ‘χαίρε’

     στη νιότη που άνθισε γοργή και πιο γοργή εμαράθη.

     Bέβαια η ζωή διέψευσε τον μελαγχολικό στίχο του ποιητή για τη ‘νιότη που άνθισε γοργή και πιο γοργή εμαράθη’ δωρίζοντάς του άλλα 37 χρόνια δημιουργίας και μια ψυχή που, ασφαλώς, είχε κατακτήσει την αιώνια νεότητα.

     Tον Oκτώβριο του 1985 ο Δήμος της Λάρνακας σε ειδική εκδήλωση τον τίμησε για τη συνολική προσφορά του στα κυπριακά γράμματα.  Aκριβώς δύο χρόνια πρωτύτερα, στον ίδιο χώρο, ο Δήμος Λάρνακας είχε τιμήσει ένα άλλο διακεκριμένο τέκνο του, τον ποιητή Παύλο Bαλδασερίδη και ο Λυσιώτης ήταν ο κύριος ομιλητής. Mε μεγάλη συγκίνηση αναφέρθηκε στη μακρόχρονη και στενή φιλία του με τον Bαλδασερίδη, στη συμπαράσταση που είχε κατά τα πρώτα ποιητικά του βήματα από τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό του Bαλδασερίδη, έφερε μνήμες και αγάπες από τα παλιά και, παρά τα δικά του 85 χρόνια, με πάλλουσα φωνή απάγγειλε τη ‘Σερενάδα’ του Bαλδασερίδη.

     Tο τραγούδι της νεανικής καρδιάς του Λυσιώτη συνεχίστηκε με την ίδια ένταση και στην τιμητική εκδήλωση για τον ίδιο. Στο κατάμεστο θέατρο του Δήμου, αφού ονομάτισε ένα-ένα φίλους που είχαν αποδημήσει, απευθύνθηκε σε όσους φίλους των παλαιών ημερών παρευρίσκονταν στην αίθουσα, και με τη λυρική διάθεση που πάντοτε τον διέκρινε είπε, σχεδόν σαν να απάγγελλε ένα ακόμη δικό του ποίημα: “Eίμαστε η ομάδα που απομένει από τους κρίκους που έσπασαν, μα που τους συνδέει το όραμα των φευγαλέων αναπολήσεων, σε άσβηστες αντηχήσεις των ανέμελων αυλών».

     Για αρκετά χρόνια προς το τέλος τις ζωής του, κάθε χρόνο Kυριακή γύρω στις 6 Oκτωβρίου, μια μικρή ομάδα φίλων και εκτιμητών του έργου του μαζεύονταν στο θρυλικό εξοχικό σπίτι του, το “Aππιδάκι», στο χωριό Ψευδάς για να γιορτάσουν τα γενέθλιά του και παράλληλα να γνωρίσουν τους καρπούς μιας ακόμη δημιουργικής χρονιάς του Ξάνθου Λυσιώτη.

     Tην Kυριακή 5 Oκτωβρίου 1986, οι φίλοι που συγκεντρώθηκαν στο “Aππιδάκι” είχαν μια εμπειρία μοναδική. Στο τέλος της βραδιάς και λίγο πριν χωρίσουν, πλημμυρισμένος από ευτυχία για τις ευχές και την αγάπη των δικών και των φίλων του, ο Λυσιώτης ζήτησε να τραγουδήσει για όλους ένα παλιό σκοπό. Σήμερα ομολογώ πως δεν θυμούμαι ποιο ήταν το τραγούδι. Όμως, παρά τα χρόνια που πέρασαν, μου είναι ακόμη πολύ έντονο το ρίγος από το άκουσμα εκείνης της συγκινημένης αλλά καθαρής φωνής τενόρου, που δεν την είχαν αλλοιώσει τα χρόνια, μιας φωνής που ανάβλυζε ως κύκνειο άσμα μιας ζωής πλήρους και εύκαρπης, μιας ζωής που αποδείχτηκε έτοιμη από καιρό για τον μεγάλο θεριστή που ήλθε και την πήρε τρεις μήνες αργότερα.

     Έχοντας πια μπροστά μας ολοκληρωμένη τη ζωή και το έργο του τρυφερού ποιητή Ξάνθου Λυσιώτη, ίσως εν τέλει μπορεί να λεχθεί ότι, παρά τις προσωπικές οικογενειακές τραγωδίες που του έτυχαν ―και ήταν πολλές―, ακόμη τραγικότερο του ήταν ότι στη διάρκεια μιας μακράς ζωής, παρακολουθούσε τον συμπορευόμενο γύρω κόσμο του να γερνά και να φθίνει ενώ ο ίδιος, πάντοτε νέος στη ψυχή, μπορούσε ως το τέλος να τραγουδά και να στήνει καινούριους λυρικούς κόσμους.                                                                         

Published in: on 8 Ιανουαρίου, 2009 at 11:58 πμ  Σχολιάστε  

Ψηφίδες [x]

Το περιοδικό «Μικροφιλολογικά»

Δεύτερη εμπλοκή μου με την έκδοση περιοδικού, ύστερα από το περιοδικό Ο Κύκλος (1980-1986), ήταν τα Μικροφιλολογικά. Όμως, ενώ στο πρώτο είχα όλη την ευθύνη έκδοσης και οικονομικής στήριξης, εδώ υπήρχε η ενεργός συμμετοχή δύο (νεότερων) συνεκδοτών: του φιλόλογου Σάββα Παύλου και του πανεπιστημιακού Λευτέρη Παπαλεοντίου. Χωρίς την ουσιαστική συμβολή τους είμαι βέβαιος πως δεν θα αποτολμούσα μόνος και δεύτερη εκδοτική περιπέτεια.

     Η συνεργασία μας καθ’ όλη την έως σήμερα διαδρομή του περιοδικού στάθηκε υποδειγματική: σεβασμός στην άποψη του άλλου, ισότιμη αντιμετώπιση και διάθεση προσφοράς ―στοιχεία που έδεσαν συντροφικά και φιλικά την ομάδα. (Σκέφτομαι καμιά φορά ότι το μόνο που σταθερά μας χώριζε, και που ίσως τελικά λειτουργησε ως πρόσθετο συνδετικό στοιχείο, ήταν η διαφορά ηλικίας: ήμουν δεκατρία χρόνια μεγαλύτερος από τον πρώτο και είκοσι από τον δεύτερο).

     Ξεκινήσαμε τους προβληματισμούς μας το 1996. Είχα προσέξει ότι κάθε φορά που έπαιρνα στα χέρια μου ένα φιλολογικό περιοδικό άρχιζα την ανάγνωση από τις πίσω σελίδες σχολίων και μικρών σημειωμάτων τα οποία, λόγω συντομίας και ποικιλίας, ήταν πιο “φιλικά” και πιο ενδιαφέροντα για να διαβαστούν κατά προτεραιότητα. Το ανέφερα στις συναντήσεις μας και ύστερα από σχετικές συζητήσεις αποφασίσαμε ότι το περιεχόμενο του περιοδικού μας θα ήταν αποκλειστικά αφιερωμένο σε τέτοιες σύντομες φιλολογικές συμβολές. Η επιλογή αυτή θα βοηθούσε και στη δημοσίευση παρεμφερούς υλικού που συγκεντρωνόταν κατά την ετοιμασία μεγαλύτερων εργασιών αλλά για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να ενταχθεί σε αυτές· προσφέραμε, δηλαδή, ευκαιρίες σύντομης δημοσίευσης υλικού που άλλως θα παρέμενε για πολύ καιρό χαμένο στα χαρτιά των ερευνητών και συγγραφέων.

     Ο Σάββας Παύλου είχε ήδη δημοσιέψει σε περιοδικά σύντομα φιλολογικά κείμενα με γενικό τίτλο “Μικροφιλολογικά”, τον οποίο υιοθετήσαμε και για το περιοδικό. Ως σχετικά πιο έμπειρος (τότε) στα εκδοτικά, σχεδίασα το πρώτο τεύχος, το οποίο κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1997 κι από τότε τα Μικροφιλολογικά κυκλοφορούν ανελλιπώς δύο φορές το χρόνο (και πάντοτε εμπρόθεσμα) κάτω από την άγρυπνη φροντίδα του Λευτέρη Παπαλεοντίου ―ο οποίος από το τεύχος 19 (Άνοιξη 2006) δηλώνεται και επισήμως ως υπεύθυνος έκδοσης.

     Είχαμε επίσης την καλή τύχη να εξασφαλίσουμε χορηγίες μερικής χρηματοδότησης της έκδοσης (από την Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ κατά τα πρώτα δύο χρόνια και στη συνέχεια από τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού). Ο πρώτος χορηγός χρηματοδότησε και την έκδοση του ογκώδους συλλογικού έργου της ομάδας, Βιβλιογραφία Κυπριακής Λογοτεχνίας (από τον Λεόντιο Μαχαιρά έως τις μέρες μας), που κυκλοφόρησε το 2001. Η πώληση αριθμού αντιτύπων του έργου αυτού μάς έδωσε πρόσθετη οικονομική δυνατότητα να προσθέσουμε συνοδευτική σειρά μικρο-εκδόσεων με τίτλο Μικροφιλολογικά Τετράδια, η οποία περιλάμβανε αυτοτελείς εργασίες μεγαλύτερης έκτασης, που δεν ήταν δυνατόν να φιλοξενηθούν στο περιοδικό. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, έως και το 2007, τόσο τα Μικροφιλολογικά όσο και τα Τετράδια αποστέλλονταν δωρεάν (με δική μας επιβάρυνση και των εξόδων αποστολής) σε μεγάλο αριθμό βιβλιοθηκών, ελληνιστών και άλλων ενδιαφερομένων, στην Κύπρο και στο εξωτερικό.  

     Η ελλαδική κριτική πολλές φορές παρουσίασε με ευμενέστατο σχολιασμό τα νέα τεύχη του περιοδικού. Αν κρίνουμε, επίσης, από την πληθώρα σημαντικών συνεργασιών που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό και τον μεγάλο αριθμό αναφορών/παραπομπών σε αυτές που έγιναν από δημοσιεύματα τρίτων, μπορούμε να είμαστε πολύ ικανοποιημένοι με την αποδοχή του και βέβαιοι για τη χρησιμότητα της προσπάθειας.

     Ύστερα από δώδεκα χρόνια συμμετοχής στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού, πιστεύω πως ωριμάζει ο χρόνος επιβεβλημένης αποχώρησής μου και ενδυνάμωσής του με καινούργιο αίμα. Τα Μικροφιλολογικά έχουν πολλά ακόμη να προσφέρουν στη νεοελληνική φιλολογία και θα ήταν ασυγχώρητο κάποιος να παραμένει «κολλημένος στην καρέκλα” όταν οι δυνατότητες ενεργού και ισότιμης συνεισφοράς του αναπόφευκτα μειώνονται από τον αμείλικτο χρόνο.  

Published in: on 2 Δεκεμβρίου, 2008 at 1:25 μμ  Σχολιάστε  

Ψηφίδες [ix]

Εκδοτικά

Όταν το 1972 επέλεξα κάποια ποιήματα για την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου (από σύνολο παραγωγής δεκαπέντε χρόνων), έδωσα τα κείμενα σε τυπογραφείο της Λευκωσίας για να προχωρήσουν. Ελάχιστα γνώριζα τότε για τις δυνατότητες εκδοτικών επιλογών ή άλλες ―υποτυπώδεις, έστω― προδιαγραφές και άφηνα ουσιαστικά ελεύθερο τον τυπογράφο να προχωρήσει όπως εκείνος θα έκρινε! Αν θυμάμαι καλά μοναδικό αίτημά μου ήταν το χαρτόνι εξωφύλλου να περιλαμβάνει “αυτιά”, κάτι που ο τυπογράφος ―με διάφορες προφάσεις― επέλεξε να αγνοήσει. Φαντάζομαι ότι αυτή η λευκή επιταγή προς τυπογράφους δίνεται ακόμη και σήμερα από πολλούς και όχι αποκλειστικά από εκείνους που εκδίδουν για πρώτη φορά, αν κρίνω από τα αποτελέσματα. Από τη μικρή πείρα που απέκτησα μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, κατάλαβα ότι είναι πολύ επικίνδυνο να αφήνεσαι τυφλά στα χέρια των κάθε λογής “ειδημόνων”: τυπογράφων, εκδοτών ή σχεδιαστών εκδόσεων ―όπως συχνά συμβαίνει και με τους ηθοποιούς (αναγνώσεις ποίησης), πολιτικούς (καθημερινότητα), στρατιωτικούς (πόλεμος), ιερωμένους (θεία), ή άλλους.

     Το δεύτερο βιβλίο μου, η ποιητική συλλογή Απομυθοποίηση, κυκλοφόρησε το 1978 από τη σειρά Τα Τετράδια του Ρήγα, την οποία διήθυνε ο ευαίσθητος νεοελληνιστής της διασποράς Αντώνης Μυστακίδης, συγγραφέας περισσότερο γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Μεσεβρινός ―ο “Δάσκαλος”, όπως επέμενε να τον αποκαλούν οι φίλοι του. Ο Μεσεβρινός πέρα από τις όποιες γλωσσικές και ορθογραφικές εμμονές του, κάποιες από τις οποίες και ο ίδιος αναγνώριζε ότι δεν ήταν εύκολο να γίνουν αποδεκτές ακόμη και από φίλους του, είχε ιδιαίτερες ευαισθησίες για τα προαπαιτούμενα μιας έκδοσης. Αυτός ήταν ο πρώτος άτυπος “δάσκαλός” μου στα εκδοτικά.

     Τον θυμάμαι ένα φθινοπωρινό πρωϊνό Κυριακής στη Λάρνακα, σε μια από τις συχνές ολιγοήμερες επισκέψεις του στην πόλη, όταν από το παράθυρο του διαμερίσματος όπου έμενε, για πολλή ώρα μου υποδείκνυε συνδυασμούς ή παραλλαγές πρασίνου (όπως τις βλέπαμε σε φυλλώματα δέντρων και βλάστηση της περιοχής) ως πιθανές επιλογές για το εξώφυλλο της έκδοσης που προγραμματίζαμε. Ήταν η πρώτη μύησή μου σε εκδοτικούς προβληματισμούς. Συνέχισα να ενημερώνομαι για εκδοτική θεωρία και πράξη, αποκτώντας ό,τι σχετικό, αντιμετωπίζοντας με κριτικό μάτι εκδόσεις προσωπικές ή τρίτων, συζητώντας επιμέρους προβλήματα με ευαισθητοποιημένους φίλους (ένας από αυτούς, πολύ νεότερος, είναι σήμερα ο εγκρατέστερος όλων των “δασκάλων” του) και υιοθετώντας ή αφομοιώνοντας τα καλύτερα στοιχεία τους. Ήταν μια διαδρομή που αποκάλυπτε πολλές κρυμμένες χαρές. Μνημονεύω εδώ και την καθοριστική συμβολή του πολύτιμου φίλου Θεοδόση Νικολάου, ο οποίος πραγματοποιησε λίγες αλλά υποδειγματικές εκδόσεις. Μου είχε πει κάποτε: “Πόσα παιδιά μπορούμε να αποκτήσουμε στη ζωή μας: δύο, τρία, τέσσερα; Θα θέλαμε κάποιο από αυτά να έχει ατέλειες ή ελαττώματα; Το ίδιο και για τα λίγα βιβλία που εκδίδουμε, που είναι και αυτά παιδιά μας: τους οφείλουμε να βλέπουν το φως κατά το δυνατόν άρτια, χωρίς εκδοτικά ψεγάδια ή ελαττώματα”.

     Όλα τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν μια καλή έκδοση (σωστό σχήμα, γραμματοσειρά, μέγεθος στοιχείων, διάταξη και τοποθέτηση κειμένου, περιθώρια, επιλογή χαρτιού, κ.λπ.) πρέπει να έχουν ως απόλυτο στόχο τη φιλικότητά της προς τον αναγνώστη και ποτέ τον εντυπωσιασμό. Το εκδοτικά άψογο βιβλίο σε καλεί να το διαβάσεις, σου δίνεται χωρίς ενοχλητικούς περισπασμούς και αναδεικνύει το τυπωμένο κείμενο.               

Published in: on 6 Νοεμβρίου, 2008 at 1:38 μμ  Σχολιάστε